εγκονιομαι

εγκονιομαι
    ἐγκονίομαι
    ἐγ-κονίομαι
    посыпать себя песком (после умащивания) Xen., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εγκονιομαι" в других словарях:

  • εγκονίομαι — ἐγκονίομαι (Α) κυλιέμαι στην άμμο μετά το ἄλειμμα και πριν από την πάλη («Αὐτολύκῳ τούτῳ ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • ἐγκονιόμενος — ἐγκονέω to be quick and active pres part mp masc nom sg (doric) ἐγκονέω to be quick and active pres part mp masc nom sg (doric) ἐγκονῑόμενος , ἐγκονίομαι sprinkle sand over oneself pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκονίεσθαι — ἐγκονί̱εσθαι , ἐγκονίομαι sprinkle sand over oneself pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκονίεται — ἐγκονί̱εται , ἐγκονίομαι sprinkle sand over oneself pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκονίσασθαι — ἐγκονί̱σασθαι , ἐγκονίομαι sprinkle sand over oneself aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»